κρυψίποθος

κρυψίποθος
κρυψί-ποθος, seine Sehnsucht, Liebe verheimlichend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυψίποθος — κρυψίποθος, ον (Α) αυτός που έχει κρυφούς πόθους, που κρύβει τις επιθυμίες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. λυσί ποθος, τηξί ποθος] …   Dictionary of Greek

  • κρυψίποθον — κρυψίποθος with concealed longing masc/fem acc sg κρυψίποθος with concealed longing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”